Πέμπτη 14 Οκτωβρίου 2010

Πλάνη κι αναισθησία : Tάσος Κοσμόπουλος



Με μαύρο το περίγραμμα των βρώμικων νυχιών
στη μελαψή τη χούφτα του - κοντράστ του καλλιτέχνη -
πάλλευκα χαρτομάντηλα σαν δέηση προτείνει,
εκλιπαρώντας κέρματα, παρηγοριά κι ελπίδα.

Γύφτος, Ινδός, Πακιστανός ο κύρης του, ποιος ξέρει;
στο μεροδούλι σκόρπισε όλη του τη φαμίλια,
προσμένοντας αλίμονο, την πείνα να νικήσει
μαζί και την απόγνωση της μάνας και συντρόφου.

Αμείλικτος ο οδηγός, με παγωμένο βλέμμα,
δήθεν το κόκκινο θωρεί, πράσινο μήπως γίνει
και βιαστικά ξεχύνεται ως τ' άλλο το φανάρι,
θαρρώντας πως τις τύψεις του πίσω τις έχει αφήσει.
Θεέ μου, τι πλάνη!

Μα σα γνωστός μου φαίνεται - μπας κι είμαι 'γω;
-ξάπλα στο μπάκετ κάθισμα, αφέντης της ασφάλτου,
χοντρόπετσος με πρόβλημα κανένα να τον σκιάζει,
εχτός απ' το στομάχι του, το διάφραγμα πιέζει.

Μα τι 'ναι αυτά αγανακτεί, πως και τ' αφήνουν έξω
να ενοχλούν κάθε φορά την αφεντιά του έτσι,
άργησε.
περιμένουνε, στο "μήτινγκ" να τους δώσει, γραφήματα,
στατιστικές, ώστε το "μπόνους" φεύγοντας όλο να.
το τσεπώσει!

Αναισθησία, Θεέ μου!

Μήτινγκ, μπόνους και γράφημα, για τον μικρό του φαναριού,
φαντάζουν λέξεις άγνωστες μες την απελπισία, γυμνές,
μιας γλώσσας ακατάληπτης, απόμακρης, μαζί και κυνικής,
σ' εφιάλτη φέρνουν πιότερο, παρά ζωής ελπίδα.

Θεέ μου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου