Παρασκευή 15 Οκτωβρίου 2010

Σε μια φίλη που έφυγε νωρίς...

Τάσος Κοσμόπουλος





…κι απόκαμεν ο Χάροντας κόσμο να ξεδιαλέγει,
για να τον συντροφεύει τον, στ' Αχέροντα το κύμα.

…έγειρε κι αποκούμπησε, στο σαπισμένο ξύλο,
προσκέφαλό του το κουπί και κλίνη του η πλώρη.

... κι οσότου απέναντι να βγει, απόφασ' είχε πάρει,
απ' το πορτί 'πιστρέφοντας του μαύρου κάτω κόσμου.

... τι μπούχτισε αιώνες πια, στη θλίψη βουτηγμένος,
πλήθος κατάρες των θνητών, στη ράχη του να σέρνει.

...κόρη θα ψάξει για να βρει, θ' αλλάξει της τη ρότα,
κι ας αλιχτάάάει ξωπίσω του, ο κέρβερος λυσσώντας.

... και νάτη, απέναντι θωρεί μες τα λευκό ντυμένη,
σάρκα παίρνει του τ' όνειρο, τον Άδη να ξεχάσει !

... το χέρι του απλώνει της, κι αγγίζει το δικό της
κι αίφνης ριγά ολόκληρος, από την εμορφιά της.

... το μέσα της, η χάρη της, ο πλούτος της ψυχής της,
το πνεύμα φωτοστέφανο, μας φώτιζ' όλους γύρω.

...φαμίλια πρώτη ανάστησε, παιδιά δυό ζηλεμένα,
τον κόσμο θα 'μορφήνουνε, μ' ελπίδες θα γεμίσουν.

...κι σφήκε άντρα πίσω της, χαμένο μες τη θλίψη,
όντας του αύριο ναυαγός, σ' απόγνωση πνιγμένο.

...κι ο Χάρος ξανασκέφτηκε, πίσω να την εφέρει,
στην πλάση που ορφάνεψε, πού ‘χει να δώσει ακόμα.

...χρόνια πασχίζει τώρα πια, κόντρα στην ειμαρμένη,
την άμμο στη κλεψύδρα της, ξανά να 'πογεμίσει.

...κι αν αποφάσισε ο Θεός, κοντά του να την πάρει,
θε νάναι απ' τη ζήλια του, γύρω του να στολίσει.

... μα σβέλτα κάνε Πλάστη μου, μη τη παιδεύεις άλλο,
πάρτη 'πιτέλους δίπλα Σου, δύστυχους όσε πίσω,

... το θαύμα τ' ανεκπλήρωτο να προσδοκούν αδίκως.



Σημ. 1 : Ζώντας το δράμα της από κοντά… διδάσκοντάς μας, πως να γενόμαστε θεριά, σαν το θέμε βαθειά μέσα μας!!!



Πέμπτη 14 Οκτωβρίου 2010

ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΤΩΝ ΦΩΤΩΝ





ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΤΩΝ ΦΩΤΩΝ - Τάσος Κοσμόπουλος

Στην πόλη των φώτων, Παρίσι την λένε,
τα γύρω μου κλαίνε και νιώθω των μόνων
ανθρώπων να είμαι ο Πρώτος των πρώτων.

Ο λόγος απλός μα καίρια πικρός:

Ο ήλιος που δίνει μου ζωή μέχρι τώρα,
νομίζω πως σβήνει κι αρχίζω να βλέπω
το τέλος που φτάνει, καθώς σκοτεινιάζει
στων φώτων την πόλη…

Μα να ξημερώνει, Ανάσταση τώρα,
του Ήλιου μου νάτη!

Μια δύναμη απόψε, στην πέννα μου δίνει
σκοπό και αξία.

Αγάπη τη λένε, θαρρώ και νομίζω
πως μέσα της είναι ο κόσμος μου όλος.

Ποτάμι τη βλέπω να βγαίν’ η μελάνη,
ποτάμι ελπίδας, ζωής και χαράς,
γαλάζιο το χρώμα της, στα μάτια της ίδιο,
κλεμμένο από θάλασσας κομμάτι γαλήνιο.

Γεμίζει αράδες και νόημα δίνει,
στο κρύο το φόντο του άσπρου χαρτιού.

Στην πόλη των φώτων, Παρίσι τη λένε,
τα γύρω μου λάμπουν στο φως της καρδιάς μου,
του έρωτά μου τον ήλιο.

Και νιώθω μαζί της καινούργια ν’ ανοίγω
σελίδα χαράς κι ευτυχίας!

 




  [1] Άγρυπνος, στην πανσιόν της Mme Calmel, με την Ανθή μου στο Lariboisiere Hopitale , πιάνοντας "μολύβι και χαρτί" για πρώτη μου φορά…

Λιόγερμα - Τάσος Κοσμόπουλος



…Και σκέπαζε το λιόγερμα με το μπλαβί του χρώμα
όσο το μάτι σου έφτανε στο πέρας του οριζόντου,
…και κάτι σύννεφα βαριά, κρύβουν τον ήλιο που ζητάς,
την μόνη σου ελπίδα, να δεις αλλιώς τα πράγματα,
να ζήσεις...

Ώμοι γυρτοί, και σκυθρωπ' η μορφή μου
καθώς το βήμα σέρνονταν στο πετρωμένο χώμα,
ίδιο το ζώο 'ργώνοντας, ανάκατες οι σκέψεις
κι ο νους φουρτουνιασμένος.

Θ' αλλάξει κάτι λες ή ήρθε ο καιρός
να φέρουμε το τέλος ;

Παράλογο, τρελό, σ΄αυτό το σκούρο φόντο
ελπίδα να γεννιέται... Κι' όμως, να !

Τα μάτια της πανέμορφα, πλημμύρα στο γαλάζιο,
ίδια η πλανεύτρα θάλασσα, στου ζαφειριού το χρώμα...

Η μεταξένια χαίτη της στον άνεμο χορεύει,
σαν ηλιαχτίδες άταχτες που ο Απόλλων σαϊτεύει...

Τα χείλια της, ίδια τα κατακόκκινα ζωγραφισμένα ρόδα,
κι άρωμα νυχτολούλουδου το χνώτο της σκορπάει...

Το σώμα της θεσπέσιο, φαντάζει μου στα μάτια,
μάρμαρο ίδιο της Θεάς της Μήλου λαξεμένο... 

Ίδιο και το ...περπάτημα, σαν λίκνισμα Φονταίην
των Κύκνων πρώτη αέρινη, στη μεταξένια λίμνη...

Το είναι της, σκοπός ζωής κι ελπίδα μου συνάμα,
αρκεί να 'ρθεί στην σκέψη μου, με μιάς ...όλα φωτίζουν,
κι' ο κόσμος, στους ιριδισμούς του 'ράνιου τόξου πνίγεται,
μετά την καταιγίδα !

…Παράνοια '2001 - Τάσος Κοσμόπουλος



Ορφανεμένοι λογικής, πολίτες δίχως αύριο
στης χαύνωσης τα πέλαγα μ' ένα κοντρόλ στο χέρι,
μ' άδειο το βλέμμα στο γυαλί, στου ριάλιτυ τα σώου
οικτίρουμε τους πάντες πιά, εξόν τους εαυτούς μας,
ρόλους πρώτους κατέχοντες, στη μέση της οθόνης !

Τέλειωσε ;

Βάλ' από το σκωτσέζικο το εθνικό πιοτί μας
και ψάξε για το θεϊκό του ντέρμπυ τον αγώνα…
Δεν θέλω άλλο να σκεφτώ -λες και το συνηθίζει-
γιομάτο αέρα το πετσί κι εκειούς που τρέχουν πίσω του
να δω μεσ' τον ιδρώτα, φτυσιές, βρισιές δωρίζοντες
σ' ένα αλλαλάζον πλήθος, αφιόνια της κερκίδας !

…Και τέλος !

Οι ειδήσεις, …δήθεν.

…Άγευστο επιδόρπιο, κενό περιεχομένου.
Καλοντυμένα μανεκέν για ώρες μας σερβίρουν,
σωρό άσχετα θέματα και χιλιοειπωμένα
φυλλάδων μυρικάζουνε, στα κιόσκια απλωμένων,
κάνοντας ζουμ στη γκλαμουριά, γνωστών και επωνύμων
μόδιστρων, καλλιτέχνιδων, ευεργετών και άλλων.

Κι' ακολουθούν αμέτρητοι…
πλήθος διαγκωνίζονται να προβληθούν στα μέσα,
παππάδες χρυσοποίκιλτοι κονκισταδόρες πρώτοι,
δικηγορίσκοι έγκριτοι περί πολλών τυρβάζουν
και ξεφτισμένοι βουλευτές σε νέα συσκευασία,
όλοι μαζί αλλοπρόσαλο και γραφικό συνάφι.

Στις μέρες μας αψήφιστα θεούς κι αγίους πλάθουμε
ανήκουστους, αταίριαστους και τόσο εμπαθείς,
ίσα για να γεμίσουμε το χάος του εντός μας…

Πλανεύτρα κοινή γνώμη…

Ποιος άρα διαφεντεύει την, αν ξεχυθεί στις ρούγες
μιας χώρας που υπνώθηκε στης ηδονής τα θέλω ;

Ψάξε πιο μέσα, πιο βαθειά αυτού που βλέπεις μπρος σου,
κι αν πίστη δώσεις σ' ότι σου, τα' αυτιά σου τραγουδήσουν,
μέσ' από φίλτρο πέρασ' τα της λογικής, της κρίσης
κι έτσι -φαντάζομαι- θα βρεις τον τρόπο να…

…να συλλογάσαι ορθά κι όμοια να κρίνεις μοναχός.

Μ' άλλους μαζί θα σφάλλεις, τ' η μάζα πάντα λάθευε
σαν απαχθείσα Ευρώπη, τον ταύρο αγκαλιάζοντας
στη Δύση για να φτάσει, άβουλη κι' άβγαλτη μαζί…
ως πλανεμένη πόρνη, στου νταβατζή 'πακούοντας
στο μώλο τις ορμήνιες.

Ευρώπη !

…μια ήπειρος παράνοιας, τρελλή γαλακτοφόρα,
θύτης τον χάρο σπέρνει πια, στ' ανύποπτα παιδιά της,
και θύμα η ίδια πλουτισμού, των κι' απ' τις δυό του 'κεανού
μεριές των αφεντάδων.

Τρέμω στη σκέψη, αλοίμονο, του τι μας περιμένει…

Xίμαιρες : Τάσος Κοσμόπουλος



Xίμαιρες
...τρέχουμε,φορτωμένοι άγχη κι αγωνίες,
με χείλια σφιχτά κι ανήμπορα το γέλιο
ν'αναστήσουν, γυρτές οι πλάτες,
τα πόδια λυγίζουν κι η καρδιά σ'ένα ρυθμό
μεθυστικό -εκειό του θανάτου- χορεύει,

...χίμαιρες κυνηγωντας.

Γερνάμε, ώρα την ώρα, μέρα με τη μέρα,
ρυτιδιασμένα μέτωπα, αυλακωμένα σβέρκα,
-σφάλοντας σφόδρα- λάθος στοχέψαμε
το δόλωμα ν'αδράξουμε, μιας πλάνας καλοπέρασης,
ναυαγοί στη θάλασσα της στείρας κατανάλωσης.

Χάνουμε τον εαυτό μας φαρμακώνοντας
τις μεταξύ μας σχέσεις,

...χίμαιρες κυνηγώντας.

Απάνθρωπες σχέσεις, απόμακρες αν όχι κυνικές,
ρηχές και πρόστυχες, σημαδεύουν την άγευστη
ζωή μας.

Κι όπως το κύμα μαγεύει το βράχο αιώνες,
σ'άμμο και βότσαλα σωρειάζει γλείφοντάς
τον,έτσι κι εμείς,
σαθρά 'πομένουμε εύθριπτα κουφάρια σκονισμένα,
στερώντας μας τις ομορφιές, π' ολούθε μας κυκλώνουν,

...χίμαιρες κυνηγώντας.

Δεν μάτωσαν τα πέλματα μετρώντας βήμα - βήμα
ακτές παρθένες κι άλικες, στο ιώδιο πνιγμένες,
με το τραγούδι παφλασμών τ'αυτιά μας να χαιδεύει.

Δεν στέρξαμε της λεμονιάς τ' αρώματα
και γιασεμιού συνάμα,
στης άνοιξης το λυκαυγές 'χόρταγα να γευτούμε,
μ' ελπίδα να γεμίσουμε τα μαύρα σωθικά
και την μικρότητά μας.

Δεν αγναντέψαμε ποτέ τον ήλιο ματωμένο,
ν'αργοπεθαίνει γέρνοντας στου αδηφάγου ορίζοντα,
υγρή την αγκαλιά του.

Ξεστρατισμένοι κυνηγοί, πλαστές ανάγκες ψεύτικες
βαφτίζουμε θηράματα, τρέχουμε στο κατόπι.
Ζωή, ελπίδες κι όνειρα με δρασκελιές ξεχνάμε,
ξεστρατισμένοι κυνηγοί... στο δρόμο του θανάτου,

...χίμαιρες κυνηγώντας.

Αναζητήσεις - Τάσος Κοσμόπουλος



Τα βότσαλα πληγές γεμίσανε το σώμα
μα 'γω εκεί ακίνητος, καμώνοντας νεκρό,
τον γαλαξία τ' άπειρου, ανάσκελα θωρώντας,
αφέθηκα στα οδυνηρά, της μάννας γης τα χάδια,
ολόγυμνος, πρώτη φορά, κι ηδονικά ρουφώντας
κάθε σταγόνα αλήθειας στερημένης...

Μισό σχεδόν αιώνα -χρόνια για πέταμα-
στης πλάνης τον απύθμενο λαβύρινθο,
σα ναυαγός βολόδερνα τρελός, στο Θιάκι για να φτάσω,
τους αριθμούς παλεύοντας, τις λέξεις και τη στίξη...

Δεν πρωτοπάτησα ποτέ καινούργια μονοπάτια,
μόνο γρατζούνιζα χαρτιά, λες κι ήταν οι οχτροί μου,
τόπων ξένων ορίζοντες δεν έψαξα ποτέ,
στενούς δρόμους κι ανήλιαγους, ανίκανος ν' ανοίξω,
μαζί μ' όλους τους δύσμοιρους και ατυχείς αστούς,
ξερνώντας εκατάρρευσα στης πίκρας την οδύνη...

Ψάχνοντας άλλοθι να βρω, λίγο να πάρω πάνω μου,
σταμάτησα στ' ό,τι πολλοί, βαφτίσαν' ευτυχία...
Υγειά, φαμίλια κι έρωτα μ' αγάπη δουλεμένα
άπληστα με γεμίζουνε, δεν τα χορταίνω ακόμα....
Μα φτάνουν άραγε αυτά ; Ειν' αρκετά ΄πο μόνα τους ;
Αυτός ειν' ο σκοπός λοιπόν κι εδώ είναι το τέλος ;

Δεν φτάνουν έτσι στις κορφές, δεν πρέπει να' ναι έτσι.
Ιδανικά και όνειρα, χιλιάδες χρόνια τώρα,
μ' αίμα και σάρκες σμίλεψαν, πλήθος του πνεύματος νεκροί,
...μαζί μ' αυτά ορθώνοντας την "ζήλια" μου στα ύψη !

Φτάνω στο τέλος, μα θα βρω, ελπίζω στη πορεία,
για κάπου αλλού μ' ένα σκοπό, θάρρος να ξεκινήσω,
στη λάγνα μετριότητα τη πλάτη μου να στρέψω,
με σαλεμένα τα μυαλά... ίσως να ξεχωρίσω.

Πλάνη κι αναισθησία : Tάσος Κοσμόπουλος



Με μαύρο το περίγραμμα των βρώμικων νυχιών
στη μελαψή τη χούφτα του - κοντράστ του καλλιτέχνη -
πάλλευκα χαρτομάντηλα σαν δέηση προτείνει,
εκλιπαρώντας κέρματα, παρηγοριά κι ελπίδα.

Γύφτος, Ινδός, Πακιστανός ο κύρης του, ποιος ξέρει;
στο μεροδούλι σκόρπισε όλη του τη φαμίλια,
προσμένοντας αλίμονο, την πείνα να νικήσει
μαζί και την απόγνωση της μάνας και συντρόφου.

Αμείλικτος ο οδηγός, με παγωμένο βλέμμα,
δήθεν το κόκκινο θωρεί, πράσινο μήπως γίνει
και βιαστικά ξεχύνεται ως τ' άλλο το φανάρι,
θαρρώντας πως τις τύψεις του πίσω τις έχει αφήσει.
Θεέ μου, τι πλάνη!

Μα σα γνωστός μου φαίνεται - μπας κι είμαι 'γω;
-ξάπλα στο μπάκετ κάθισμα, αφέντης της ασφάλτου,
χοντρόπετσος με πρόβλημα κανένα να τον σκιάζει,
εχτός απ' το στομάχι του, το διάφραγμα πιέζει.

Μα τι 'ναι αυτά αγανακτεί, πως και τ' αφήνουν έξω
να ενοχλούν κάθε φορά την αφεντιά του έτσι,
άργησε.
περιμένουνε, στο "μήτινγκ" να τους δώσει, γραφήματα,
στατιστικές, ώστε το "μπόνους" φεύγοντας όλο να.
το τσεπώσει!

Αναισθησία, Θεέ μου!

Μήτινγκ, μπόνους και γράφημα, για τον μικρό του φαναριού,
φαντάζουν λέξεις άγνωστες μες την απελπισία, γυμνές,
μιας γλώσσας ακατάληπτης, απόμακρης, μαζί και κυνικής,
σ' εφιάλτη φέρνουν πιότερο, παρά ζωής ελπίδα.

Θεέ μου.